Απάτη σε βαθμό κακουργήματος
Η κακουργηματική απάτη είναι ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα στον τομέα του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών.
Στην περίπτωση αυτή, ο δράστης προτείνει μια συμφωνία με σκοπό την απόκτηση πλεονεκτήματος για τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα κρύβει σημαντικές πληροφορίες από τους συναλλασσόμενους.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κακουργηματική απάτη έχει καταγραφεί και οριστεί από το άρθρο 1 της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Ιουνίου 2001.
Σύμφωνα με αυτό, η κακουργηματική απάτη ορίζεται ως οποιαδήποτε παράνομη και πρόθεση επιτηρούμενη πράξη με σκοπό την απόκτηση πλεονεκτήματος για τον εαυτό του ή για τρίτους, εις βάρος άλλων ατόμων ή οργανισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κατηγορίες κακουργηματικής απάτης περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, την απάτη με τη χρήση πιστωτικών καρτών, τη φοροδιαφυγή και αλλά.
Επιπλέον, οι κατηγορίες κακουργηματικής απάτης μπορούν να περιλαμβάνουν και τη χρήση ψευδών εγγράφων ή την παραχάραξη αληθινών εγγράφων, καθώς και την καταχρηστική χρήση εξουσίας ή ευθύνης για προσωπικό κέρδος.
Ως προς τη νομολογία ευρωπαϊκών δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί διαφορετικές πτυχές της κακουργηματικής απάτης, όπως η απάτη προς το κοινοτικό προϋπολογισμό και η απάτη σε βάρος του καταναλωτή.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εγκρίνει νομοθεσία για την καταπολέμηση της κακουργηματικής απάτης, όπως η Οδηγία 2017/1371, η οποία θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης προς τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ.